στερεοτυπώνω

στερεοτυπώνω
Ν
1. κατασκευάζω στερεοτυπική πλάκα
2. εκτυπώνω κάτι με τη μέθοδο τής στερεοτυπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεότυπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνο γαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”